κρήθμος

κρήθμος
κρῆθμος, ὁ (Α)
το κρήθμον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κρῆθμον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρῆθμος — samphire masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίθμο — το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο… …   Dictionary of Greek

  • κρῆθμον — samphire neut nom/voc/acc sg κρῆθμος samphire masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήθμου — κρῆθμον samphire neut gen sg κρῆθμος samphire masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”